Στο στόχαστρο των επιστημόνων μπήκε πρόσφατα η βιταμίνη D, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση του νέου κορωνοϊού.
Έχοντας ως δεδομένο ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού και ότι συνεισφέρει στη ανάρρωση από άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις, Ισπανοί επιστήμονες ξεκίνησαν μια δοκιμή 10 εβδομάδων ώστε να ερευνήσουν εάν βοηθά και στη μάχη κατά της νόσου COVID-19. Από τα αποτελέσματα ευελπιστούν να μάθουν εάν η χορήγηση υψηλών δόσεων βιταμίνης D θα μπορούσε να αποτρέψει την εισαγωγή στο νοσοκομείο ασθενών με ήπια συμπτώματα.
«Τα τελευταία χρόνια διεξάγονται πάρα πολλές μελέτες για τη βιταμίνη D και έχει αποδειχθεί ότι ενισχύει και προστατεύει τον οργανισμό μας ποικιλοτρόπως. Από τις δύο μορφές της -την D2 που λαμβάνεται από τη διατροφή και την D3 που οι άνθρωποι κυρίως συνθέτουν στο δέρμα τους ως απόκριση στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία- καλύτερα αξιοποιήσιμη είναι η D3. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να επιτρέπουμε συχνά στον ήλιο να αγκαλιάζει το δέρμα μας, πράγμα δύσκολο τον καιρό των περιοριστικών μέτρων», μας εξηγεί ο δερματολόγος-αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος Στάμου.
Γιατί, όμως, είναι τόσο απαραίτητη; Κύριος ρόλος της βιταμίνης D είναι η ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου. Επιπλέον της συμβολής της στην υγεία των οστών, έχει αποδειχθεί ότι ρυθμίζει άμεσα ή έμμεσα έως και 1250 γονίδια. Νεότερα δεδομένα δείχνουν και τον πιθανό ρόλο της στην παθογένεση πολλών μολυσματικών, αλλεργικών και αυτοάνοσων ασθενειών.
Δυστυχώς, όμως, ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν έλλειψη ή ανεπάρκειά της παγκοσμίως είναι αξιοσημείωτος. Στη Ελλάδα το ποσοστό των παιδιών, εφήβων και ενηλίκων που έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι υψηλό, παρά την έντονη ηλιοφάνεια που επικρατεί σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η προσπάθεια για επίτευξη ικανοποιητικών επιπέδων βιταμίνης D, αφού διαφορετικά μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η υγεία. Στα παιδιά μπορεί να έχει ως συνέπεια την εμφάνιση ραχίτιδας και στους ενήλικες οστεομαλακίας.
Σύμφωνα με τον Δρ. Στάμου, εκτός από την άμεση ρύθμιση του μεταβολισμού ασβεστίου-φωσφόρου, η βιταμίνη D προάγει και έμμεσα τη συσσώρευση οστικής μάζας, διεγείροντας την ανάπτυξη μυϊκού ιστού. Και δεδομένου ότι η αυτή ακολουθεί τα χνάρια της παιδικής ηλικίας, η υγεία των οστών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα της κατάστασής τους κατά την ενηλικίωση.
Το πρόβλημα είναι εξίσου, αν όχι εντονότερο, στους ηλικιωμένους, καθώς με τη γήρανση υπάρχει επιδείνωση της δυνατότητας σύνθεσης της βιταμίνης D. Στην επιδερμίδα τους υπάρχει μείωση της συγκέντρωσης της 7-δεϋδροχοληστερόλης, σε σύγκριση με των νεαρών ατόμων και μειωμένη απόκριση στην υπεριώδη ακτινοβολία, με αποτέλεσμα μείωση κατά 50% στον σχηματισμό της βιταμίνης D3. Οι ανεπαρκείς ποσότητες βιταμίνης D επιδεινώνουν τη διαδικασία της γήρανσης, μειώνοντας την κινητικότητα και αυξάνοντας τη σοβαρότητα της οστεοπόρωσης και την πιθανότητα πτώσεων, καταγμάτων και άλλων σοβαρών συνεπειών της. Μειώνουν επίσης τη μακροζωία, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακών θανάτων, διαβήτη τύπου 2 και ορισμένων καρκίνων, ιδίως του καρκίνου του ορθού.
Πέραν αυτών, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό BMJ το 2017, έδειξε ότι η βιταμίνη αυτή μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη των οξέων αναπνευστικών λοιμώξεων, ιδιαίτερα σε άτομα με ανεπάρκειά της. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, όταν η βιταμίνη D παράγεται στο δέρμα, μετατρέπεται στο ήπαρ σε μια μορφή που κυκλοφορεί στο σώμα, δημιουργώντας μια φυσική ουσία που μοιάζει με αντιβιοτικό στην επένδυση του αεραγωγού, η οποία μπορεί να σκοτώσει ιούς και βακτήρια. Επίσης, μια μελέτη από το Trinity College του Δουβλίνου διαπίστωσε ότι οι ενήλικες που έλαβαν συμπληρώματα βιταμίνης D παρουσίασαν 50% μείωση τέτοιων λοιμώξεων. Βάσει αυτών των δεδομένων, οι Ισπανοί επιστήμονες αποφάσισαν να εξετάσουν την επίδρασή της ενάντια στη νόσο Covid-19.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να αρχίσουν να παίρνουν ανεξέλεγκτα βιταμίνες ή να κάνουν με τις ώρες ηλιοθεραπεία στα μπαλκόνια τους. Ακόμα δεν είναι γνωστό εάν η βιταμίνη D θα έχει το ίδιο ευεργετικό αποτέλεσμα ενάντια στη νόσο Covid-19. Η διατήρηση καλών επιπέδων της είναι απαραίτητη καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής. Γι’ αυτό η επιδίωξη της έκθεσης στον ήλιο με ασφάλεια, η κατανάλωση εμπλουτισμένων με βιταμίνη D τροφών και η λήψη συμπληρωμάτων όταν αυτό είναι απαραίτητο και με τη σύμφωνη γνώμη του γιατρού θα πρέπει να είναι συνεχής, προκειμένου να μειωθούν τα προβλήματα που προκύπτουν από την υποβιταμίνωση της D», συμβουλεύει ο Δρ. Στάμου.
Προειδοποιεί, επίσης, ότι οι ευεργετικές ακτίνες του ήλιου μπορούν να γίνουν επιβλαβείς, εάν δεν προσέξουμε. «Την άνοιξη ένα ποσοστό ανθρώπων ξεγελιέται από τη δροσερή θερμοκρασία και κάθεται περισσότερη ώρα στον ήλιο απ’ ό,τι πρέπει. Επίσης, μετά το χειμώνα το δέρμα δεν έχει αρχίσει να συνθέτει μελανίνη και, ως εκ τούτου, εκτίθεται εντελώς στην ηλιακή ακτινοβολία. Πρέπει λοιπόν να θυμούνται ότι, πέρα από τις ευεργετικές ιδιότητές του, ο ήλιος μπορεί να προκαλέσει βλάβες στο δέρμα, από αλλεργία (φωτοευαισθησία) και πρόωρη γήρανση έως προκαρκινικές αλλοιώσεις και καρκίνο του δέρματος».
Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η χρήση αντηλιακού, καθώς αυτή δεν εμποδίζει τη σύνθεση της βιταμίνης D. «Τα αντηλιακά φιλτράρουν, ανάλογα με τον δείκτη προστασίας, ένα μέρος της ακτινοβολίας UVB, την κύρια αιτία ηλιακών εγκαυμάτων και δερματικών καρκίνων. Παράλληλα, όμως, η UVB ενεργοποιεί την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα. Γι’ αυτό συχνά υπάρχει σύγχυση εάν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αντηλιακά, ειδικά από άτομα που έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D. Όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, καθώς οι μελέτες δείχνουν ότι τα αντηλιακά δεν εμποδίζουν τη διατήρηση των επίπεδων της βιταμίνης αυτής», καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.