Επώδυνη και δυσάρεστη είναι η ζωή των ανθρώπων που πάσχουν από σύνδρομο τεμπέλικου εντέρου, μιας κατάστασης κατά την οποία το έντερο λειτουργεί αργά ή υποτονικά. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μορφή δυσκοιλιότητας μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να είναι ανεξάρτητοι από τη διατροφή.
«Ο όρος σύνδρομο τεμπέλικου εντέρου μπορεί να μην είναι επιστημονικός, όμως περιγράφει μια δυσλειτουργία του εντέρου που αφορά στην κινητικότητά του. Οι ασθενείς βιώνουν περιστατικά δυσκοιλιότητας και επώδυνων κενώσεων, επειδή το παχύ έντερο κινεί τα κόπρανα μέσω του πεπτικού συστήματος με πολύ αργούς ρυθμούς. Το σύνδρομο αυτό μπορεί να γίνει χρόνιο, και τα συμπτώματα να παρουσιάζουν περιόδους ύφεσης και έξαρσης», διευκρινίζει ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr).
Τι το προκαλεί όμως; Φυσιολογικά, με την έναρξη του γεύματος, τα νεύρα στέλνουν μήνυμα στο πεπτικό σύστημα για να ξεκινήσουν μια σειρά λειτουργιών. Αφού ολοκληρωθεί η πέψη στο λεπτό έντερο, οι άχρηστες ουσίες ωθούνται στο παχύ έντερο, όπου απορροφούνται το αλάτι και το νερό και σχηματίζονται τα κόπρανα, τα οποία ωθούνται προς το ορθό. Κατόπιν, στέλνονται σήματα στον εγκέφαλο για την πληρότητά του, ο οποίος δίνει εντολή για κένωση. Κατά την εκτέλεση της εντολής, ο μυς του ορθού χαλαρώνει και τα κόπρανα κατευθύνονται προς τον πρωκτό και τελικά αποβάλλονται από τον οργανισμό.
Δηλαδή, «κάθε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα είναι επιφορτισμένο με συγκεκριμένες λειτουργίες, οι οποίες είναι κινητικές, εκκριτικές ή απορροφητικές. Με τις κινητικές λειτουργίες επιτυγχάνεται η ανάμειξη και προώθηση της τροφής κατά μήκος αυτού. Η βασική προωθητική κίνηση είναι η περισταλτική, η οποία μπορεί να παρεμποδιστεί, να γίνει πιο αργή από ό,τι πρέπει, ή η σύσπαση να μην είναι τόσο ισχυρή ώστε να προχωρήσει η τροφή», εξηγεί περαιτέρω ο Δρ. Ξιάρχος.
Αιτία αυτής της επιβράδυνσης της λειτουργίας του εντέρου συνήθως είναι η περιορισμένη ποικιλομορφία στη διατροφή, η χρήση καθαρτικών, ορισμένες διατροφικές διαταραχές, η χρήση ναρκωτικών ουσιών και η υποβολή σε αναισθησία λόγω χειρουργικής επέμβασης.
Πιο συγκεκριμένα, οι ναρκωτικές ουσίες, όπως η μορφίνη ή η οξυκωδόνη, μπορούν να ανακουφίσουν τον πόνο που προκαλούνται από τραύματα, οξείες επώδυνες παθήσεις ή καρκίνο. Ωστόσο, σε άτομα με χρόνιες λειτουργικές διαταραχές της γαστρεντερικής οδού μπορούν να επιβραδύνουν το έντερο και να οδηγήσουν σε συμπτώματα δυσκοιλιότητας, μετεωρισμού ή ναυτίας.
Στους ανθρώπους δε που υποφέρουν από διατροφικές διαταραχές (ανορεξία ή βουλιμία) ο κύκλος της πέψης παύει να είναι φυσιολογικός, επειδή το άτομο τρώει πάρα πολύ ή πολύ λίγο ή εσκεμμένα κάνει εμετό, οπότε εμφανίζονται αρκετές επιπλοκές. Η ποσότητα του νερού και των θρεπτικών συστατικών που καταλήγουν στον οργανισμό περιορίζονται, οι ορμόνες απορυθμίζονται, χαλάει η ισορροπία του εντερικού μικροβιώματος και το κατώτερο γαστρεντερικό σύστημα ξεχνάει πώς να λειτουργεί σωστά.
Η θεραπεία του συνδρόμου εξαρτάται από την αιτία της αργής κινητικότητας του εντέρου. Όταν οφείλεται σε φάρμακα, εκτιμάται η σχέση οφέλους/κινδύνου για τη διακοπή ή τη συνέχισή τους.
Μερικές φορές η αιτία μπορεί να κρύβεται στην απουσία πρόσληψης φυτικών ινών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μια διατροφή που δίνει έμφαση στα φρούτα και στα λαχανικά θα επιταχύνει την πέψη και θα επιφέρει τακτικότητα στις κενώσεις. Επίσης, η προσθήκη δύο έως τεσσάρων επιπλέον ποτηριών νερού στην ποσότητα που προσλαμβάνεται καθημερινά είναι εξίσου σημαντική. Ο περιορισμός των γαλακτοκομικών προϊόντων, που κάποιες φορές αφομοιώνονται δύσκολα, και η εξαίρεση επεξεργασμένων τροφών μπορεί επίσης να βοηθήσει. Επιπλέον, η προσθήκη συμπληρωμάτων φυτικών ινών τα οποία περιέχουν ψύλλιο, έχει καταδειχθεί από κλινικές μελέτες ότι επαναφέρει στο φυσιολογικό τις κενώσεις του εντέρου.
Επιπλέον, τα χημικά καθαρτικά μπορούν να αντικατασταθούν με φυσικά. Η δε λήψη προβιοτικών συμπληρωμάτων έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου και το χρόνο ολοκλήρωσης της πέψης, επαναφέροντας την κανονικότητα των κενώσεων.
Άλλο ένα μέτρο για την εξομάλυνση των κενώσεων είναι η τακτική και ήπια άσκηση, η οποία “επανεκκινεί” το γαστρεντερικό σύστημα. Έχει φανεί από μελέτες ότι επιδρά στα συμπτώματα του τεμπέλικου εντέρου, διατηρώντας το πεπτικό σύστημα ενεργό και ρυθμισμένο.
Ευεργετική μπορεί να αποδειχθεί και η αλλαγή σωματικής στάσης κατά την κένωση. Η χρήση προϊόντων που αλλάζουν τη γωνία των ποδιών, σαν να κάθεται ο πάσχων σε «βαθύ κάθισμα», μπορεί να αποδώσει.
Εάν παρά τις αλλαγές στη διατροφή και τον τρόπο ζωής τα συμπτώματα επιμένουν, τότε πρέπει να ενημερωθεί ο γιατρός, ιδιαίτερα όταν ο πάσχων βιώνει και άλλα προβλήματα, όπως κοιλιακό πόνο που δεν ανακουφίζεται από την αποβολή των κοπράνων, ρίγη, εμετό ή ζαλάδες. Επίσης, ιατρική συμβουλή θα πρέπει να αναζητείται και όταν τα συμπτώματα διαρκούν περισσότερο από δύο εβδομάδες, καθώς υπάρχει πιθανότητα να γίνουν αιτία άλλων προβλημάτων. Όπως σημειώνει ο Δρ. Ξιάρχος, η καθυστέρηση κένωσης περισσότερο από κάθε 3 ημέρες ισοδυναμεί με παραμονή τουλάχιστον 9-12 γευμάτων στο έντερο. Όταν αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνεται τακτικά και καταστεί χρόνια, αυξάνονται τις πιθανότητες για καρκίνο του παχέος εντέρου και πρόκληση βλάβης στο ήπαρ, εξαιτίας της προσπάθειάς του να καθαρίζει συνεχώς τον οργανισμό από τις τοξίνες.
Ακόμα, όμως, και η πρόκληση πιο απλών παθήσεων εξαιτίας του συνδρόμου είναι ενοχλητική. Για παράδειγμα «η μόνιμη καθυστέρηση των κενώσεων μπορεί να οδηγήσει σε πρωκτικές ραγάδες, λόγω της διάτασης του βλεννογόνου που οφείλεται στην πίεση που δέχεται η περιοχή κατά την προσπάθεια κένωσης. Επίσης, μπορεί να προκαλέσει αιμορροϊδοπάθεια, μια συχνά επώδυνη πάθηση, τα συμπτώματα της οποίας είναι κνησμός και αιμορραγίες και που για τη θεραπεία της μπορεί να απαιτηθεί επέμβαση. Παρότι αυτή είναι απολύτως ανώδυνη με τις σύγχρονες χειρουργικές μεθόδους, και ολοκληρώνεται σε ελάχιστα λεπτά με τη χρήση υπερήχων, δεν παύει να προκαλεί ανησυχία στον πάσχοντα. Προκειμένου, λοιπόν, να περιοριστούν οι επιπτώσεις του συνδρόμου, επιβάλλεται η κατά το δυνατόν γρηγορότερη εφαρμογή μέτρων για τη θεραπεία του», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.