Η Ελλάδα γηράσκει και όπως όλα δείχνουν το δημογραφικό, είναι το δυσκολότερο και πιο σοβαρό από όλα της τα προβλήματα της σήμερα.
Επιπλέον, το 2050 η χώρα μας εκτιμάται ότι θα έχει λιγότερους (8,8 εκατ.) και πιο ηλικιωμένους Έλληνες (άνω των 65 ετών).
Τα παραπάνω προκύπτουν από πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία αποτυπώνει το μείζον πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα.
Σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν 1 στις 4 γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Την ίδια ώρα, η χώρα μας εμφανίζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Ωστόσο, η εικόνα στο παρελθόν ήταν διαφορετική. Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965 το ποσοστό ήταν 16,3%.
Οι δυσμενείς αυτές αλλαγές, έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999.
Από τους χαμηλότερους στον κόσμο ήταν ο δείκτης γονιμότητας το 2016, που διαμορφώθηκε στο 1,38.
Οι Ελληνίδες αποκτούν κατά μέσο όρο το πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008), με τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ε.Ε. να είναι τα 29 έτη.
Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, οι Ελληνίδες είναι δύσκολο να συνδυάσουν την απασχόληση και τη μητρότητα, λόγω της έλλειψης προσιτών υπηρεσιών φροντίδας και εκπαίδευσης, των χαμηλών επιπέδων σε παροχές και επιδόματα και των μικρών γονικών αδειών με χαμηλά επιδόματα.
Στο σημείο αυτό να πούμε, ότι στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.
Ωστόσο, χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.
Η διαΝΕΟσις με την ευκαιρία της έρευνας, προχώρησε στην κατάθεση προτάσεων, οι οποίες κινούνται στους εξής τρεις άξονες:
1. Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
2. Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
3. Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή
Σε αυτό το πλαίσιο, η δέσμη προτάσεων στην οποία κατέληξαν οι ερευνητές περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
• την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
• την καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί)
• την ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
• τη διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
• την υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
• την εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
• τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.