Η μαιευτήρας γυναικολόγος του We Parents, Μαριλία Νικολαΐδου, απαντά.
Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για τα ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά καισαρικής τομής στην Ελλάδα, τα οποία σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα ξεπερνούν το 50%. Οι περισσότερες γυναίκες, ωστόσο, επιθυμούν να κάνουν φυσιολογικό τοκετό ακόμη και μετά από μία καισαρική τομή. Η αλήθεια είναι πως η ιδέα του φυσιολογικού τοκετού μετά από καισαρική τομή (VBAC: Vaginal Birth After Ceasarean Section) είναι πολύ διαδεδομένη πια. Συχνά οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε καισαρική τομή επιθυμούν έναν κολπικό τοκετό στην επόμενη κύηση, τόσο για να αποφύγουν μία επέμβαση καισαρικής όσο και για να βιώσουν την εμπειρία του φυσιολογικού τοκετού. Είναι, όμως, πάντοτε εφικτό;
Βασική προϋπόθεση προκειμένου να συζητηθεί με μία γυναίκα η πιθανότητα VBAC στην εγκυμοσύνη είναι η απουσία κάποιας παθολογίας που καθιστά αναγκαία την καισαρική τομή, όπως π.χ. ο επιπωματικός πλακούντας, καρδιολογικά προβλήματα της μητέρας ή καταστάσεις όπυ το έμβρυο δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε φυσιολογικό τοκετό.
Η πιθανότητα επιτυχίας ενός VBAC αυξάνει όταν η γυναίκα έχει ήδη στο παρελθόν γεννήσει με φυσιολογικό τοκετό, και όταν η προηγούμενη καισαρική πραγματοποιήθηκε λόγω ένδειξης που δεν υφίσταται στην παρούσα κύηση, όπως για παράδειγμα αποκόλληση πλακούντα, ανώμαλη προβολή ή πρόβλημα του εμβρύου, κλπ.
Σε μελέτες επίσης φαίνεται πως η αυτόματη έναρξη του τοκετού είναι παράγοντας που αυξάνει την πιθανότητα VBAC. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις ο μαιευτήρας πρέπει να «προγραμματίσει» τον τοκετό και να γίνει πρόκληση τοκετού, προκειμένου να διασφαλιστούν οι καλύτερες συνθήκες.
Στα σωστά επιλεγμένα περιστατικά, το ποσοστό επιτυχίας του VBAC αγγίζει το 75%.
Τα έμβρυα που έχουν αυξημένο βάρος (>3500 γρ) φαίνεται να έχουν μειωμένες πιθανότητες να γεννηθούν κολπικά. Άλλος δυσμενής προγνωστικός παράγοντας γα το VBAC είναι οι περιπτώσεις γυναικών όπου η προηγούμενη καισαρική έγινε λόγω μη εξέλιξης του τοκετού, όταν δηλαδή δεν πρχώρησε ο τοκετός λόγω μη διαστολής του τραχήλου ή λόγω «δυασαναλογίας» (όταν το έμβρυο δηλαδή δεν είχε επαρκή χώρο ώστε να γεννηθεί).
Η βασική επιπλοκή του VBAC είναι η ρήξη μήτρας, η διάσπαση δηλαδή της ουλής της προηγούμενης καισαρικής λόγω των συστολών της μήτρας στην διάρκεια του τοκετού. Σε μελέτες, το ποσοσστό ρήξης μήτρας στο VBAC είναι 0,5%.
Η ρήξη μήτρας αποτελεί μία σοβαρή επιπλοκή. Η διάσπαση της ουλής μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή αιμορραγία που απειλεί τόσο την ζωή της μητέρας όσο και του μωρού. Η αντιμετώπιση είναι χειρουργική και πρέπει να είναι άμεση. Αν η ρήξη είναι μεγάλη μπορεί να γίνει υστερεκτομή (αφαίρεση δηλαδή της μήτρας).
Το αυξημένο διάστημα από την προηγούμενη καισαρική (>12 μηνών) μειώνει την πιθανότητα ρήξης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως οποιοδήποτε χειρουργείο στην μήτρα οδηγεί στην δημιουργία ουλής και άρα σε αντίστοιχο κίνδυνο ρήξης (π.χ, εξαίρεση ινομυωμάτων μήτρας στο παρελθον).
Όσον αφορά το έμβρυο, η πορεία και οι τυχόν επιπλοκές που συνδέονται με το μωρό δεν διαφέρουν σε σχέση με αυτές ενός πρώτου φυσιολογικού τοκετού.
Το VBAC όπως και όλοι οι τοκετοί πρέπει να γίνονται σε οργανωμένα μαιευτήρια που να μπορούν να αντιμετωπίσουν άμεσα τυχόν επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο μωρό.
Σε όλη την διάρκεια της διαδικασίας υπάρχει συνεχής καρδιοτοκογραφική παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου και των συστολών της μήτρας. Η επισκληρίδιος αναισθησία γίνεται και στο VBAC, χρήζει όμως ιδιαίτερης προσοχής.
Κάθε γυναίκα που σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να συζητήσει με τον γιατρό της για το πόσο εφικτό είναι για εκείνη. Ο θεράπων θα κρίνει αν η γυναίκα πληρεί τα κριτήρια και αν έχει ένδειξη η προσπάθεια για VBAC. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η προσπάθεια, θα πρέπει να είναι η έγκυος πλήρως ενημερωμένη όσον αφορά τους κινδύνους και τις πιθανές επιπλοκές της διαδικασίας.
Σε κάθε περίπτωση, η ενημέρωση πρέπει να λαμβάνεται από έμπειρους επαγγελματίες υγείας και όχι από πηγές αμφίβολης αξιοπιστίας που μπορεί να οδηγούν σε λάθος αποφάσεις και προσδοκίες την έγκυο. Πρέπει να γνωρίζουμε πως όπως όλες οι ιατρικές πρακτικές και το VBAC έχει συγκεκριμένες ενδείξεις και η τυχόν προσπάθεια για αυτό πρέπει να κρίνεται εξατομικευμένα.
Μαρίλια Νικολαίδου, MSc
Χειρουργός, Μαιευτήρας- Γυναικολόγος,
Πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου «Έρευνα στη Γυναικεία Αναπαραγωγή»,
Κάτοχος του International Interuniversity Diploma of Operative Endoscopy in
Gynecology του Κέντρου Ενδοσκοπικής Χειρουργικής CICE
SITE: www.mnikolaidou.gr